- ἐκδιαβαίνω
- ἐκ-δια-βαίνω, aor. 2 part. ἐκδιαβάντες: pass quite over, Il. 10.198†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εκδιαβαίνω — ἐκδιαβαίνω (Α) διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα … Dictionary of Greek
ἐκδιαβάντες — ἐκδιαβαίνω pass quite over aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)